- αδιαστηματία
- Παθολογική κατάσταση που οφείλεται σε λειτουργική ανεπάρκεια των διαμέσων κυττάρων του όρχεως. Σύμπτωμά της είναι η εξασθένηση των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του ανδρικού φύλου (λεπτή φωνή, έλλειψη τριχών κλπ.).
Dictionary of Greek. 2013.